- ἡμιδαής
- ἡμι-δᾰής, ές, (δαίω A)A half-burnt,
νηῦς Il.16.294
;Φαέθων A.R.4.598
.II ([etym.] δατέομαι) half-divided, half-mangled,σκύβαλον AP9.375
;χειρὸς βάρος Nic.Al.55
(cf. ἡμιδεής).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηῦς Il.16.294
;Φαέθων A.R.4.598
.σκύβαλον AP9.375
;χειρὸς βάρος Nic.Al.55
(cf. ἡμιδεής).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιδαής — ἡμιδαής, ές (Α) 1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ ἄρα νηῡς λίπετ αὐτόθι», Ομ. Ιλ.) 2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ δαής, ταχυ δαής] … Dictionary of Greek
ἡμιδαής — half burnt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιδαῆ — ἡμιδαής half burnt neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμιδαής half burnt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμιδαής half burnt masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιδαές — ἡμιδαής half burnt masc/fem voc sg ἡμιδαής half burnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιδεής — ἡμιδεής, ὲς (Α) 1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος 2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» κατά το ήμισυ 3. (αντί τού ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + δεής (< δέω ή αμάρτυρο *δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν δεής, κατα δεής] … Dictionary of Greek